Από την Ημερησία αναδημοσιεύουμε το παρακάτω κείμενο του Κ. Σταμπόλη, Γεν. Διευθυντή του Ινστιτούτου Ενέργειας Ν.Α. Ευρώπης (ΙΕΝΕ):
Μετά την ανακοίνωση των ΕΛΠΕ για την εξαγορά των εμπορικών δραστηριοτήτων της BP στην Ελλάδα και το πωλητήριο της πολυεθνικής Shell για το εδώ δίκτυό της, η αποχώρηση των δύο κραταιών εταιρειών πετρελαίου από τη χώρα μας είναι πλέον γεγονός.
Η εξαγορά από τα ΕΛΠΕ της BP και πιθανόν η αντίστοιχη της Shell από την Motoroil ή κάποια άλλη ελληνικών συμφερόντων εταιρεία, ελληνοποιεί μεν την εγχώρια αγορά πετρελαιοειδών, δημιουργεί όμως μία μάλλον αρνητική εικόνα της αγοράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αφού της προσδίδει πλέον εσωστρεφή και ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά. Παρά το γεγονός ότι τόσο ΕΛΠΕ και Motoroil παραμένουν ισχυροί παίκτες σε περιφερειακό επίπεδο, η αλυσίδα με την διεθνή αγορά πετρελαίου, της οποίας BP και Shell αποτελούν αναπόσπαστο μέρος, έσπασε για τα καλά.
Στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία που ζούμε η μετακίνηση ή και αποχώρηση κάποιων πολυεθνικών δημιουργεί ταυτόχρονα ευκαιρίες για άλλες εταιρείες, εγχώριες ή μη, να καλύψουν το κενό βοηθώντας στην ανάδειξη νέων παικτών. Αυτό ασφαλώς θα γίνει και στην ελληνική αγορά με την ενίσχυση σήμερα των ΕΛΠΕ και αύριο της Motoroil ή ενδεχομένως και κάποιας άλλης μικρότερης εταιρείας. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, αφού η ανάδειξη σοβαρών τοπικών και περιφερειακών παικτών είναι προς όφελος της εθνικής οικονομίας και ενισχυτική του ρόλου της Ελλάδος στην περιοχή.
Όμως το γεγονός της αποχώρησης δύο πολύ γνωστών και καταξιωμένων στο διεθνές στερέωμα εταιρειών, με πολυετή παρουσία στη χώρα μας, δεν μπορεί να μην απασχολήσει την επιχειρηματική κοινότητα και την ίδια την κυβέρνηση παρά το αναμφισβήτητο όφελος που θα έχουν οι εγχώριες εταιρείες πετρελαιοειδών.
Γιατί η οικειοθελής αποχώρηση από μία αγορά, όχι λόγω οικονομικής δυσπραγίας ή συσσωρευμένων ζημιών, αλλά για άλλους λόγους, μη ανακοινώσιμους, δημιουργεί ένα αίσθημα απορίας και εν τέλει ανασφάλειας. Γιατί οι εν λόγω εταιρείες, και μάλιστα ταυτόχρονα, βλέπουν κάτι που δεν μπορούν να το διακρίνουν οι άλλες εταιρείες ή και ακόμα εάν το βλέπουν δεν μπορούν να κάνουν και πολλά πράγματα γι' αυτό. Σε κάθε περίπτωση η αποχώρηση των BP και η Shell αποτελεί σαφέστατα ψήφο μη εμπιστοσύνης στο ελληνικό σύστημα διακυβέρνησης και της οικονομίας γενικότερα.
Ίσως ο πιο σημαντικός, και λιγότερο κατανοητός από τους γηγενείς, λόγος αποχώρησης των δύο πολυεθνικών είναι ότι εδώ και μερικά χρόνια, ιδίως τα τελευταία δύο, η ελληνική αγορά έπαυσε να προσφέρει τις προοπτικές του επιχειρείν. Η άσκηση του επαγγέλματος στην εμπορία πετρελαιοειδών κατέστη σταδιακά μία πιο δύσκολη, επικίνδυνη και απρόβλεπτη υπόθεση με το κράτος απλό θεατή στην καλύτερη περίπτωση (ασκώντας επιλεκτικά τα ελεγκτικά και ρυθμιστικά του καθήκοντα) και εχθρό, (εξυπηρετώντας συμφέροντα ανταγωνιστών) στη χειρότερη. Γιατί είναι απόλυτα βέβαιο ότι τόσο η Shell όσο και η BP αλλά και αρκετές άλλες ξένες εταιρείες κάπως έτσι βλέπουν τα πράγματα και για αυτό ετοιμάζουν και αυτές την αποχώρησή τους.
Η δε επιβολή μεγάλου προστίμου στις δύο εταιρείες για δήθεν παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, και μάλιστα σε επίπεδο νομού, ήτο το κερασάκι στην τούρτα της αγανάκτησης των δύο εταιρειών, οι οποίες ενοχλήθηκαν περισσότερο για την προσβολή του κύρους των και της αξιοπιστίας τους, παρά για το ουσιαστικό τίμημα που εκλήθησαν να καταβάλουν.
Οι δύο πολυεθνικές είχαν εδώ και καιρό προχωρήσει σε μία συνολική αξιολόγηση των κοινωνικοοικονομικών όρων που διαμορφώνονται στην ελληνική αγορά. Παράγοντες όπως η τρομοκρατία, το συνεχώς μεταβαλλόμενο φορολογικό καθεστώς και η ασάφειά του σε συνδυασμό με την αυθαιρεσία των κατά τόπους αρχών, αλλά και η προοδευτική αδυναμία επιβολής της έννομης τάξης από πλευράς κράτους, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην απόφασή τους περί εγκατάλειψης της ελληνικής αγοράς. Αυτό που διαπίστωσε το συνολικό review που πραγματοποίησαν ξεχωριστά η κάθε μία εταιρεία πριν από περίπου 12-18 μήνες, ήτο η επιταχυνόμενη και προς το χείρον μεταβολή του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
Παρά το αναμφισβήτητο γεγονός ότι πολυεθνικές όπως η Shell και BP έχουν μάθει να προσαρμόζονται εύκολα και να λειτουργούν ανταγωνιστικά σε εξαιρετικά δύσκολες ως και επικίνδυνες χώρες, το διακύβευμα της ελληνικής αγοράς (ιδιαίτερα όταν η χώρα μας έχει αποκλείσει για καλά την έρευνα και ανάπτυξη υδρογονανθράκων) κρίθηκε ότι τελικά δεν άξιζε περαιτέρω προσπάθειας.
Τα χρήματα από την πώληση των εδώ δραστηριοτήτων τους ήτο πλέον επιθυμητά και μπορούσαν να επενδυθούν καλύτερα σε άλλες πιο επικερδείς δραστηριότητές τους στον διεθνή χώρο. Οι δε συναισθηματικοί δεσμοί των δύο εταιρειών με τη χώρα της φαιδρής πορτοκαλέας στο παρελθόν. Η πραγματικότητα της νέας εποχής είναι αμείλικτη και πλέον σκληρή και δύσκολα ανέχεται συναισθηματισμούς. Κυρίως δεν ανέχεται τις μη λειτουργούσες ορθά αγορές, όπως αυτή της χώρας μας.
Η εξαγορά από τα ΕΛΠΕ της BP και πιθανόν η αντίστοιχη της Shell από την Motoroil ή κάποια άλλη ελληνικών συμφερόντων εταιρεία, ελληνοποιεί μεν την εγχώρια αγορά πετρελαιοειδών, δημιουργεί όμως μία μάλλον αρνητική εικόνα της αγοράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αφού της προσδίδει πλέον εσωστρεφή και ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά. Παρά το γεγονός ότι τόσο ΕΛΠΕ και Motoroil παραμένουν ισχυροί παίκτες σε περιφερειακό επίπεδο, η αλυσίδα με την διεθνή αγορά πετρελαίου, της οποίας BP και Shell αποτελούν αναπόσπαστο μέρος, έσπασε για τα καλά.
Στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία που ζούμε η μετακίνηση ή και αποχώρηση κάποιων πολυεθνικών δημιουργεί ταυτόχρονα ευκαιρίες για άλλες εταιρείες, εγχώριες ή μη, να καλύψουν το κενό βοηθώντας στην ανάδειξη νέων παικτών. Αυτό ασφαλώς θα γίνει και στην ελληνική αγορά με την ενίσχυση σήμερα των ΕΛΠΕ και αύριο της Motoroil ή ενδεχομένως και κάποιας άλλης μικρότερης εταιρείας. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, αφού η ανάδειξη σοβαρών τοπικών και περιφερειακών παικτών είναι προς όφελος της εθνικής οικονομίας και ενισχυτική του ρόλου της Ελλάδος στην περιοχή.
Όμως το γεγονός της αποχώρησης δύο πολύ γνωστών και καταξιωμένων στο διεθνές στερέωμα εταιρειών, με πολυετή παρουσία στη χώρα μας, δεν μπορεί να μην απασχολήσει την επιχειρηματική κοινότητα και την ίδια την κυβέρνηση παρά το αναμφισβήτητο όφελος που θα έχουν οι εγχώριες εταιρείες πετρελαιοειδών.
Γιατί η οικειοθελής αποχώρηση από μία αγορά, όχι λόγω οικονομικής δυσπραγίας ή συσσωρευμένων ζημιών, αλλά για άλλους λόγους, μη ανακοινώσιμους, δημιουργεί ένα αίσθημα απορίας και εν τέλει ανασφάλειας. Γιατί οι εν λόγω εταιρείες, και μάλιστα ταυτόχρονα, βλέπουν κάτι που δεν μπορούν να το διακρίνουν οι άλλες εταιρείες ή και ακόμα εάν το βλέπουν δεν μπορούν να κάνουν και πολλά πράγματα γι' αυτό. Σε κάθε περίπτωση η αποχώρηση των BP και η Shell αποτελεί σαφέστατα ψήφο μη εμπιστοσύνης στο ελληνικό σύστημα διακυβέρνησης και της οικονομίας γενικότερα.
Ίσως ο πιο σημαντικός, και λιγότερο κατανοητός από τους γηγενείς, λόγος αποχώρησης των δύο πολυεθνικών είναι ότι εδώ και μερικά χρόνια, ιδίως τα τελευταία δύο, η ελληνική αγορά έπαυσε να προσφέρει τις προοπτικές του επιχειρείν. Η άσκηση του επαγγέλματος στην εμπορία πετρελαιοειδών κατέστη σταδιακά μία πιο δύσκολη, επικίνδυνη και απρόβλεπτη υπόθεση με το κράτος απλό θεατή στην καλύτερη περίπτωση (ασκώντας επιλεκτικά τα ελεγκτικά και ρυθμιστικά του καθήκοντα) και εχθρό, (εξυπηρετώντας συμφέροντα ανταγωνιστών) στη χειρότερη. Γιατί είναι απόλυτα βέβαιο ότι τόσο η Shell όσο και η BP αλλά και αρκετές άλλες ξένες εταιρείες κάπως έτσι βλέπουν τα πράγματα και για αυτό ετοιμάζουν και αυτές την αποχώρησή τους.
Η δε επιβολή μεγάλου προστίμου στις δύο εταιρείες για δήθεν παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, και μάλιστα σε επίπεδο νομού, ήτο το κερασάκι στην τούρτα της αγανάκτησης των δύο εταιρειών, οι οποίες ενοχλήθηκαν περισσότερο για την προσβολή του κύρους των και της αξιοπιστίας τους, παρά για το ουσιαστικό τίμημα που εκλήθησαν να καταβάλουν.
Οι δύο πολυεθνικές είχαν εδώ και καιρό προχωρήσει σε μία συνολική αξιολόγηση των κοινωνικοοικονομικών όρων που διαμορφώνονται στην ελληνική αγορά. Παράγοντες όπως η τρομοκρατία, το συνεχώς μεταβαλλόμενο φορολογικό καθεστώς και η ασάφειά του σε συνδυασμό με την αυθαιρεσία των κατά τόπους αρχών, αλλά και η προοδευτική αδυναμία επιβολής της έννομης τάξης από πλευράς κράτους, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην απόφασή τους περί εγκατάλειψης της ελληνικής αγοράς. Αυτό που διαπίστωσε το συνολικό review που πραγματοποίησαν ξεχωριστά η κάθε μία εταιρεία πριν από περίπου 12-18 μήνες, ήτο η επιταχυνόμενη και προς το χείρον μεταβολή του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
Παρά το αναμφισβήτητο γεγονός ότι πολυεθνικές όπως η Shell και BP έχουν μάθει να προσαρμόζονται εύκολα και να λειτουργούν ανταγωνιστικά σε εξαιρετικά δύσκολες ως και επικίνδυνες χώρες, το διακύβευμα της ελληνικής αγοράς (ιδιαίτερα όταν η χώρα μας έχει αποκλείσει για καλά την έρευνα και ανάπτυξη υδρογονανθράκων) κρίθηκε ότι τελικά δεν άξιζε περαιτέρω προσπάθειας.
Τα χρήματα από την πώληση των εδώ δραστηριοτήτων τους ήτο πλέον επιθυμητά και μπορούσαν να επενδυθούν καλύτερα σε άλλες πιο επικερδείς δραστηριότητές τους στον διεθνή χώρο. Οι δε συναισθηματικοί δεσμοί των δύο εταιρειών με τη χώρα της φαιδρής πορτοκαλέας στο παρελθόν. Η πραγματικότητα της νέας εποχής είναι αμείλικτη και πλέον σκληρή και δύσκολα ανέχεται συναισθηματισμούς. Κυρίως δεν ανέχεται τις μη λειτουργούσες ορθά αγορές, όπως αυτή της χώρας μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου