Συνάδελφος μας έστειλε με άκρα ποιητική διάθεση την παρακάτω επιστολή που δημοσιεύουμε:Αγαπητοί φίλοι,
Τα τελευταία γεγονότα και οι άκρατες υπερδιευθυντικοποιήσεις μου θύμισαν 2 ποιήματα που μεγάλου εθνικού μας ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη, Ελπίζω ο Κύριος Διευθύνων Σύμβουλος ο οποίος έχει την ίδια καταγωγή με τον ποιητή να τα διαβάσει και να προβληματιστεί. Παρακαλώ να αποτυπώσετε τις υπογραμμίσεις μου.
Αλεξανδρινοί βασιλείς
Μαζεύτηκαν οι Αλεξανδρινοί
να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά,
τον Καισαρίωνα και τα μικρά του αδέλφια,
Αλέξανδρο και Πτολεμαίο που πρώτη
φορά τα βγάζουν έξω από το Γυμνάσιο,
εκεί να τα κηρύζουν βασιλείς,
μες στη λαμπρή παράταξη των στρατιωτών.
Ο Αλέξανδρος - το είπαν βασιλέα
της Αρμενίας, της Μηδίας, και των Πάρθων.
Ο Πτολεμαίος - το είπαν βασιλέα
της Κιλικίας, της Συρίας, και της Φοινίκης.
Ο Καισαρίων στεκόταν πιό εμπροστά,
ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί,
στο στήθος του ανθοδέσμη από υάκινθους,
η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμέθυστων,
δεμένα τα ποδήματά του μ΄άσπρες
κορδέλες κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια.
Αυτόν τον είπαν πιότερο από τους μικρούς,
αυτόν τον είπαν Βασιλέα των Βασιλέων.
Οι Αλεξανδρινοί έννοιωθαν βέβαια
που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά.
Αλλά η μέρα ήταν ζεστή και ποιητική,
ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό,
το Αλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα
θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης,
των αυλικών η πολυτέλεια έκτακτη,
ο Καισαρίων όλο χάρις και εμορφιά
(της Κλεοπάτρας υιός, αίμα των Λαγιδών)
κ' οι Αλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή,
κ' ενθουσιάζονταν, κ΄επευφημούσαν
ελληνικά, κ' αιγυπτιακά, και ποιοί εβραίικα,
γοητευμένοι με τ' ωραίαο θέαμα -
μ΄όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,
τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες.
Το ποίημα αυτό γράφτηκε την περίοδο 1905-1915 (πριν 100 περίπου χρόνια). Οι Αλεξανδρινοί είναι ας πούμε το ΠΣΕΕΠ και τα μέλη του και της Κλεοπάτρας τα παιδιά οι αναβαθμισμένοι. Το δεύτερο ποίημα που μου ήρθε στο νου μετά την περίφημη (εις διπλούν) ανακοίνωση της Εταιρείας και μετά από το καθολικό αίσθημα περί διάλυσης και καταστροφής είναι το:
Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον
Σαν έξαφνα ώρα μεσάνυχτ΄ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές-
την τύχη σου που ενδίδει πιά, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μην γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου,
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχτείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
και άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι του ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θεάτρου,
και αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.
Της ίδιας περιόδου το ποίημα όπου η Αλεξάνδρεια είναι τα ΕΛΠΕ (ίσως τα ΕΛΔΑ)
Συνάδελφοι συναγωνιστές κουράγιο, ήρθαν οι βάρβαροι, πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θα' ναι.
Ευχαριστώ για την φιλοξενία.