Ένα κύκλο σύντομων αυτοτελών ιστοριών με τίτλο "Ιστορίες για γέλια" ξεκινάμε σήμερα. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις μπορεί να μην είναι τυχαία.
Ο παππούς μου ο Γιάννης, ο θεός τον έχει συγχωρέσει, είχε δύο παιδιά. Την μάνα μου και το θείο Σπύρο. Ο παππούς είχε πολεμήσει τους Ιταλούς το '40 και είχε χάσει μάλιστα το ένα του πόδι από τα κρυοπαγήματα. Η πολιτεία για να τον τιμήσει και για να μπορέσει να θρέψει τα δύο μωρά, του χάρισε, μετά την απελευθέρωση, ένα περίπτερο. Μερικοί κακοί λέγανε πως ο παππούς συνεργάστηκε με τους Γερμανούς και έκανε κομπόδεμα στην κατοχή αλλά αυτό είναι ψέμα. Ο παππούς ήταν πατριώτης.
Το περίπτερο αυτό το έστησε έξω από το πατρικό του σπίτι, που ήταν πάνω στον κεντρικό δρόμο της μικρής επαρχιακής πόλης που ζούμε. Τα λίγα χωράφια που είχε, με τα χρόνια αναγκάστηκε να τα πουλήσει, αφού αυτός δεν μπορούσε να τα καλλιεργήσει, το αγόρι του, ο θείος Σπύρος ήταν μικρός και το περίπτερο για να μπορέσει τους θρέψει ήθελε να το δουλεύεις από νωρίς το πρωί μέχρι πολύ αργά το βράδυ. Μόνο το μικρό μποστάνι είχε κρατήσει, που ήταν δίπλα από το οικόπεδο του πατρικού σπιτιού. Με τα χρόνια και επειδή ο παππούς ήταν πολύ αγαπητός άνθρωπος στην μικρή μας κοινωνία, κατάφερε με τις οικονομίες του να το κάνει ψιλικατζίδικο. Με τα κέρδη από το ψιλικατζίδικο μπόρεσε και σπούδασε την μάνα μου, την προίκισε και την καλοπάντρεψε. Ο θείος Σπύρος δεν έπαιρνε τα γράμματα και με το ζόρι τελείωσε το Δημοτικό. Ήταν όμως άσσος στο εμπόριο. Ούτε μαθηματικοί δεν του έβγαιναν στους λογαριασμούς που τους έκανε όλους με το μυαλό χωρίς χαρτί και μολύβι. Έτσι όταν τελείωσε το στρατό πήρε μερικά βιβλία και διάβασε για να μάθει λογιστικά τόσα ώστε να φτιάχνει μόνος του τα βιβλία του μαγαζιού.
Έτσι δίκαια κληρονόμησε το ψιλικατζίδικο και το πατρικό σπίτι όταν πέθανε ο παππούς. Οι συγχωριανοί μας αγαπούσαν τον θείο Σπύρο και η δουλειά πήγαινε πολύ καλά και το ψιλικατζίδικο έγινε παντοπωλείο, μέχρι …
Δίπλα στην μεγάλη πόλη άνοιξε το Super Market. Σιγά - σιγά όλοι οι συγχωριανοί σταμάτησαν να ψωνίζουν από θείο Σπύρο γιατί μια φορά την εβδομάδα πήγαιναν στην πόλη και στο Super Market έβρισκαν ποικιλία και φτηνές τιμές. Σπάνια έμπαιναν στο μαγαζί του θείου Σπύρου και μόνο για να ψωνίσουν όταν είχαν ξεχάσει κάτι. Μήνα με το μήνα ο θείος Γιάννης έμπαινε μέσα και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για αυτό.
Έτσι όταν του έγινε η πρόταση να δώσει το οικόπεδο για να χτιστεί ένα μεγάλο Super Market δέχτηκε με τον όρο να γίνει συνεταίρος με ένα μικρό ποσοστό για να μη χάσει εντελώς την δουλειά του.
Έτσι ο θείος Σπύρος από περιπτεράς που ήταν ο πατέρας του κατάφερε να γίνει συνιδιοκτήτης Super Market. Θυμάμαι σαν χθες την πρώτη μέρα, τα εγκαίνια του καταστήματος. Ήταν πριν από πέντε χρόνια.
Ο θείος Σπύρος φορούσε τα καλά του και στεκόταν στην είσοδο. Όλοι οι συγχωριανοί ερχόντουσαν και του έσφιγγαν το χέρι και του ευχόντουσαν «καλές δουλειές»
Ο θείος Σπύρος σαστισμένος αλλά και χαρούμενος είχε πιστέψει πως το μαγαζί ήταν δικό του και καμάρωνε. Δίπλα του ήταν ένα μηχάνημα όπου έβαζαν τα άδεια γυάλινα μπουκάλια από τις μπύρες και τα αναψυκτικά και αυτό αφού τα «ρούφαγε» έβγαζε ένα χαρτί που οι πελάτες το έδιναν στο ταμείο και έπαιρναν πίσω το χρηματικό αντίτιμο των κενών μπουκαλιών. Τόσο πολύ είχε ενθουσιαστεί ο θείος Σπύρος που όποιος ερχόταν τον ρώταγε:
-«Τα κενά τα φέρατε; Βάλτε τα εδώ και περιμένετε να πάρετε το χαρτάκι!»
Το περίπτερο αυτό το έστησε έξω από το πατρικό του σπίτι, που ήταν πάνω στον κεντρικό δρόμο της μικρής επαρχιακής πόλης που ζούμε. Τα λίγα χωράφια που είχε, με τα χρόνια αναγκάστηκε να τα πουλήσει, αφού αυτός δεν μπορούσε να τα καλλιεργήσει, το αγόρι του, ο θείος Σπύρος ήταν μικρός και το περίπτερο για να μπορέσει τους θρέψει ήθελε να το δουλεύεις από νωρίς το πρωί μέχρι πολύ αργά το βράδυ. Μόνο το μικρό μποστάνι είχε κρατήσει, που ήταν δίπλα από το οικόπεδο του πατρικού σπιτιού. Με τα χρόνια και επειδή ο παππούς ήταν πολύ αγαπητός άνθρωπος στην μικρή μας κοινωνία, κατάφερε με τις οικονομίες του να το κάνει ψιλικατζίδικο. Με τα κέρδη από το ψιλικατζίδικο μπόρεσε και σπούδασε την μάνα μου, την προίκισε και την καλοπάντρεψε. Ο θείος Σπύρος δεν έπαιρνε τα γράμματα και με το ζόρι τελείωσε το Δημοτικό. Ήταν όμως άσσος στο εμπόριο. Ούτε μαθηματικοί δεν του έβγαιναν στους λογαριασμούς που τους έκανε όλους με το μυαλό χωρίς χαρτί και μολύβι. Έτσι όταν τελείωσε το στρατό πήρε μερικά βιβλία και διάβασε για να μάθει λογιστικά τόσα ώστε να φτιάχνει μόνος του τα βιβλία του μαγαζιού.
Έτσι δίκαια κληρονόμησε το ψιλικατζίδικο και το πατρικό σπίτι όταν πέθανε ο παππούς. Οι συγχωριανοί μας αγαπούσαν τον θείο Σπύρο και η δουλειά πήγαινε πολύ καλά και το ψιλικατζίδικο έγινε παντοπωλείο, μέχρι …
Δίπλα στην μεγάλη πόλη άνοιξε το Super Market. Σιγά - σιγά όλοι οι συγχωριανοί σταμάτησαν να ψωνίζουν από θείο Σπύρο γιατί μια φορά την εβδομάδα πήγαιναν στην πόλη και στο Super Market έβρισκαν ποικιλία και φτηνές τιμές. Σπάνια έμπαιναν στο μαγαζί του θείου Σπύρου και μόνο για να ψωνίσουν όταν είχαν ξεχάσει κάτι. Μήνα με το μήνα ο θείος Γιάννης έμπαινε μέσα και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για αυτό.
Έτσι όταν του έγινε η πρόταση να δώσει το οικόπεδο για να χτιστεί ένα μεγάλο Super Market δέχτηκε με τον όρο να γίνει συνεταίρος με ένα μικρό ποσοστό για να μη χάσει εντελώς την δουλειά του.
Έτσι ο θείος Σπύρος από περιπτεράς που ήταν ο πατέρας του κατάφερε να γίνει συνιδιοκτήτης Super Market. Θυμάμαι σαν χθες την πρώτη μέρα, τα εγκαίνια του καταστήματος. Ήταν πριν από πέντε χρόνια.
Ο θείος Σπύρος φορούσε τα καλά του και στεκόταν στην είσοδο. Όλοι οι συγχωριανοί ερχόντουσαν και του έσφιγγαν το χέρι και του ευχόντουσαν «καλές δουλειές»
Ο θείος Σπύρος σαστισμένος αλλά και χαρούμενος είχε πιστέψει πως το μαγαζί ήταν δικό του και καμάρωνε. Δίπλα του ήταν ένα μηχάνημα όπου έβαζαν τα άδεια γυάλινα μπουκάλια από τις μπύρες και τα αναψυκτικά και αυτό αφού τα «ρούφαγε» έβγαζε ένα χαρτί που οι πελάτες το έδιναν στο ταμείο και έπαιρναν πίσω το χρηματικό αντίτιμο των κενών μπουκαλιών. Τόσο πολύ είχε ενθουσιαστεί ο θείος Σπύρος που όποιος ερχόταν τον ρώταγε:
-«Τα κενά τα φέρατε; Βάλτε τα εδώ και περιμένετε να πάρετε το χαρτάκι!»
Τη φράση αυτή θα πρέπει να την είχε επαναλάβει πάνω από 500 φορές εκείνο το απόγευμα. Οτιδήποτε και αν τον ρωτούσαν ο θείος Σπύρος φανερά σαστισμένος απαντούσε:
-«Τα κενά τα φέρατε; Βάλτε τα εδώ και περιμένετε να πάρετε το χαρτάκι!»
Ο θείος Σπύρος είχε και έναν παραγιό Ήταν ένα καλό και πολύ ευγενικό παιδί επαναπατρισθέντων γονιών που κατάφερε με πολύ κόπο να τελειώσει το νυχτερινό Γυμνάσιο. Όταν ο θείος Σπύρος μεγάλωσε το ψιλικατζίδικο και το έκανε μπακάλικο πήρε τον Γιάννο, έτσι τον έλεγαν τον παραγιό, στο μαγαζί για να τον βοηθάει.
Ο Γιάννος ήταν εργατικός και τίμιος και σύντομα είχε γίνει αχώριστος με τον θείο. Ήταν κυριολεκτικά το δεξί του χέρι και τον είχε σαν παιδί του. Όταν λοιπόν του έγινε η πρόταση για το Super Market ο θείος Σπύρος ζήτησε να προσλάβουν και τον Γιάννο, όπως και έγινε.
Έτσι την μέρα των εγκαινίων ο Γιάννος φορώντας και αυτός τα καλά του στεκόταν δίπλα στο θείο και επαναλάμβανε και αυτός ότι έλεγε το αφεντικό του:
-«Τα κενά τα φέρατε; Βάλτε τα εδώ και περιμένετε να πάρετε το χαρτάκι!»
... συνεχίζεται
2 σχόλια:
Να δούμε τη συνέχεια ...
Καλή η αρχή.
Kαλό φαίνεται αρκεί ο Θείο Σπύρο να μην αγοράσει τελικά όλο το super Market (ασσος γαρ στα λογιστικά)
Δημοσίευση σχολίου